- ἀροτρεύς
- ἀροτρεύςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αροτρεύς — ἀροτρεύς, ο (Α) [αροτρεύω] αυτός που οργώνει … Dictionary of Greek
ἀροτρέων — ἀροτρεύς masc gen pl ἀροτρέω̆ν , ἀροτρεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀροτρεῦ — ἀροτρεύς masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀροτρεῦσι — ἀροτρεύς masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀροτρᾶ — ἀροτρεύς masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀροτρήων — ἀροτρεύς masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀροτρέως — ἀροτρέω̆ς , ἀροτρεύς masc gen sg ἀροτρεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek
ἀροτρέα — ἀροτρέᾱ , ἀροτρεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀροτρέας — ἀροτρέᾱς , ἀροτρεύς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)